λιποθυμία — λιποθυμίᾱ , λιποθυμία swoon fem nom/voc/acc dual λιποθυμίᾱ , λιποθυμία swoon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμία — λιποθυμία, η και λιποθυμιά, η ξαφνική και παροδική απώλεια της συνείδησης και της κινητικότητας, που οφείλεται σε αναιμία του εγκεφάλου, λιγοθυμιά, λιγοθύμισμα: Της ήρθε λιποθυμία λόγω της εγκυμοσύνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιποθυμίᾳ — λιποθυμίᾱͅ , λιποθυμία swoon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμίας — λιποθυμίᾱς , λιποθυμία swoon fem acc pl λιποθυμίᾱς , λιποθυμία swoon fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμίαι — λιποθυμίᾱͅ , λιποθυμία swoon fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμίαν — λιποθυμίᾱν , λιποθυμία swoon fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμιῶν — λιποθυμία swoon fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμίαις — λιποθυμία swoon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμίη — λιποθυμία swoon fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμίην — λιποθυμία swoon fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)